- υπναράς
- ο, θηλ. υπναρού, Ναυτός που τού αρέσει πολύ ο ύπνος, αυτός που κοιμάται πολύ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ύπνος + κατάλ. -αράς (πρβλ. δουλευτ-αράς, χορευτ-αράς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπναράς — ο θηλ. υπναρού αυτός που αγαπά πολύ τον ύπνο, που κοιμάται πάρα πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… … Dictionary of Greek
Demotizismus — Unter Dimotiki (griechisch δημοτική [γλώσσα], „Volkssprache“) versteht man die historisch gewachsene und in direkter Kontinuität aus dem Altgriechischen entstandene neugriechische Volkssprache. Der Begriff als solcher ist seit 1818 belegt.[1] Die … Deutsch Wikipedia
Demotizist — Unter Dimotiki (griechisch δημοτική [γλώσσα], „Volkssprache“) versteht man die historisch gewachsene und in direkter Kontinuität aus dem Altgriechischen entstandene neugriechische Volkssprache. Der Begriff als solcher ist seit 1818 belegt.[1] Die … Deutsch Wikipedia
Dimotiki — Unter Dimotiki (griechisch δημοτική [γλώσσα], „Volkssprache“) versteht man die historisch gewachsene und in direkter Kontinuität aus dem Altgriechischen entstandene neugriechische Volkssprache. Der Begriff als solcher ist seit 1818… … Deutsch Wikipedia
παρακοιμάμαι — και παρακοιμούμαι 1. κοιμάμαι περισσότερο από όσο πρέπει 2. μού αρέσει ο ύπνος, είμαι υπναράς … Dictionary of Greek
υπναλέος — α, ο / ὑπναλέος, α, ον, ΝΑ αυτός που νυστάζει εύκολα, που τόν πιάνει εύκολα ο ύπνος νεοελλ. αυτός που τού αρέσει πολύ ο ύπνος, υπναράς αρχ. αυτός που φέρνει ύπνο, υπνωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + κατάλ. αλέος (πρβλ. νυστ αλέος, πειν αλέος)] … Dictionary of Greek
υπνιάρης — α, ικο, Ν υπναράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύπνος + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ζημ ιάρης)] … Dictionary of Greek
φίλυπνος — η, ο / φίλυπνος, ον, ΝΜΑ, και φιλόϋπνος Α αυτός που αγαπά πολύ τον ύπνο, υπναράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὕπνος (πρβλ. ὠμό ϋπνος)] … Dictionary of Greek
Άλεν, Γούντι — (Woody Allen, Νέα Υόρκη 1935 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός, εβραϊκής καταγωγής. Γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης το 1935 και το πραγματικό του όνομα είναι Άλεν Στιούαρτ Κόνιγκσμπεργκ (Allen Stewart Konigsberg).… … Dictionary of Greek